Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἤϑη παλίμβολα καὶ ἄπιστα

См. также в других словарях:

  • παλίμβολος — και παλίβολος, ον (Α) 1. αντίθετος 2. αυτός που δεν μένει στην ίδια γνώμη, άστατος («ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα», Πλάτ.) 3. (για δούλο) αυτός που λόγω αναξιότητας μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλο 4. φρ. α) «πέδιλα παλίμβολα» πέδιλα γυρισμένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»